- φθαρῇ
- [чтобы] были испорчены
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
φθαρῇ — φθείρω destroy aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)